Αναστημένα σε ξένο πρόσωπο τα μάτια σου
έκπληκτα γύρω τους κοιτάζουν δίχως μνήμες
κι εμένα αδιάφορα με προσπερνάνε
σα να μη μ' αγάπησαν ποτέ.
Άρρυθμοι οι κτύποι της καρδιάς σου
στο στήθος κάποιου άγνωστου
παράφορα αγωνίζονται
να συμφιλιωθούν με τη δική του τη ζωή.
Πώς έτσι άσπλαχνα με καταδίκασες παιδί μου
μεσ' από σένα ν' αγαπήσω
όλους αυτούς τους υποψήφιους νεκρούς;
Πόσες φορές ακόμα
μαζί τους θα πεθαίνεις λίγο λίγο
και ύστερα
σε πόσους τάφους θα κοιμάται το κορμί σου;
Αγγελική Σιδηρά
Τετάρτη 8 Μαΐου 2013
ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΚΟΝΤΑ
Αβαπώ
Στον μικρό Γιώργο
Υπάρχω πάλι γιατί με τα μικρά σου χέρια
αβασάνιστα
όπως αλλάζεις θέση στο αρκουδάκι σου
με μετακίνησες
από τον σκυθρωπό κόσμο της ερημιάς μου
στη χώρα των θαυμάτων σου.
Υπάρχω στα λατρεμένα σύμφωνα που αλλάζεις
λέξεις συνθέτοντας δικές σου
στο «αβαπώ» σου
πιο πολύτιμο
απ’ όσα «αγαπώ» έχουν πετρώσει
στης μνήμης μου το μυστικό τοπίο.
Υπάρχω ακόμη στα δάκρυα
που δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν
στις πυκνές σου βλεφαρίδες
–λόχμες που συγκρατούνε την ορμή τους
όταν βιάζομαι να φύγω–
και τότε αποφασίζω ν’αναβάλω
ακόμα και τον θάνατό μου
έτσι απλά όπως καθυστερώ
για χάρη σου
και την προσωρινή μου αναχώρηση.
Στον ακτινολόγο
Να μαι λοιπόν στο σκοτεινό δωμάτιο
ημίγυμνη να συμμορφώνομαι στις εντολές σου.
Τεντώνομαι, αναδιπλώνομαι.
«Ύπτια τώρα», μου υπαγορεύεις.
Ας μην ερχόμουνα λοιπόν.
Τώρα θα υποστώ την ετυμηγορία
που οι σκελετοί τριγύρω μου φοβούνται.
Την προστατευτική ποδιά κρεμάς
κι αμήχανος σωπαίνεις. Σε συμμερίζομαι.
Λες και δεν έχω νιώσει το χάδι του δυνάστη μου
σ’ όλες τις πόζες
που για χάρη του άλλαζα;
Ή μήπως και δεν έχω αφουγκραστεί
το όνομά του
μεσ’ από τις αδέξιες χειρονομίες σου;
Τίποτα δεν μου λένε όμως
όλες αυτές οι ασπρόμαυρες
φωτογραφίες της συλλογής σου
αφόρητα ίδιες κι αποκρουστικές.
Η σάρκα μου με ντύνει πάλι
όμορφη και μοναδική.
Η σάρκα μου με προστατεύει
κι αναβάλλει.
Στον γύρο του θανάτου
Μνήμη Γιώργου
Έλα να κάνουμε μαζί
τον γύρο του θανάτου.
Ένα μονάχα βήμα σου
από τη χώρα των νεκρών
ένα κι εγώ από δω
θα είμαστε το πιο παράταιρο ζευγάρι.
Ο ίλιγγος. Έλα, η ανάσα μου θα κόβεται
καθώς θα επιταχύνεται ο σφυγμός σου
ο σταματημένος.
Έλα, κανείς δεν θα σε βλέπει
έτσι όπως αόρατος πλάι μου θ’ απαγκιάζεις
κανένας δεν θ’ αφουγκράζεται
βραχνό το γέλιο σου
τους φόβους μου να περιπαίζει.
Παράλογους –έτσι έλεγες–
και μ’ άφησες μόνη να περιμένω.
Έλα, λοιπόν, τώρα που ξέρεις δείξε μου.
Δείξε μου πώς πεθαίνουν!
Στον μικρό Γιώργο
Υπάρχω πάλι γιατί με τα μικρά σου χέρια
αβασάνιστα
όπως αλλάζεις θέση στο αρκουδάκι σου
με μετακίνησες
από τον σκυθρωπό κόσμο της ερημιάς μου
στη χώρα των θαυμάτων σου.
Υπάρχω στα λατρεμένα σύμφωνα που αλλάζεις
λέξεις συνθέτοντας δικές σου
στο «αβαπώ» σου
πιο πολύτιμο
απ’ όσα «αγαπώ» έχουν πετρώσει
στης μνήμης μου το μυστικό τοπίο.
Υπάρχω ακόμη στα δάκρυα
που δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν
στις πυκνές σου βλεφαρίδες
–λόχμες που συγκρατούνε την ορμή τους
όταν βιάζομαι να φύγω–
και τότε αποφασίζω ν’αναβάλω
ακόμα και τον θάνατό μου
έτσι απλά όπως καθυστερώ
για χάρη σου
και την προσωρινή μου αναχώρηση.
Στον ακτινολόγο
Να μαι λοιπόν στο σκοτεινό δωμάτιο
ημίγυμνη να συμμορφώνομαι στις εντολές σου.
Τεντώνομαι, αναδιπλώνομαι.
«Ύπτια τώρα», μου υπαγορεύεις.
Ας μην ερχόμουνα λοιπόν.
Τώρα θα υποστώ την ετυμηγορία
που οι σκελετοί τριγύρω μου φοβούνται.
Την προστατευτική ποδιά κρεμάς
κι αμήχανος σωπαίνεις. Σε συμμερίζομαι.
Λες και δεν έχω νιώσει το χάδι του δυνάστη μου
σ’ όλες τις πόζες
που για χάρη του άλλαζα;
Ή μήπως και δεν έχω αφουγκραστεί
το όνομά του
μεσ’ από τις αδέξιες χειρονομίες σου;
Τίποτα δεν μου λένε όμως
όλες αυτές οι ασπρόμαυρες
φωτογραφίες της συλλογής σου
αφόρητα ίδιες κι αποκρουστικές.
Η σάρκα μου με ντύνει πάλι
όμορφη και μοναδική.
Η σάρκα μου με προστατεύει
κι αναβάλλει.
Στον γύρο του θανάτου
Μνήμη Γιώργου
Έλα να κάνουμε μαζί
τον γύρο του θανάτου.
Ένα μονάχα βήμα σου
από τη χώρα των νεκρών
ένα κι εγώ από δω
θα είμαστε το πιο παράταιρο ζευγάρι.
Ο ίλιγγος. Έλα, η ανάσα μου θα κόβεται
καθώς θα επιταχύνεται ο σφυγμός σου
ο σταματημένος.
Έλα, κανείς δεν θα σε βλέπει
έτσι όπως αόρατος πλάι μου θ’ απαγκιάζεις
κανένας δεν θ’ αφουγκράζεται
βραχνό το γέλιο σου
τους φόβους μου να περιπαίζει.
Παράλογους –έτσι έλεγες–
και μ’ άφησες μόνη να περιμένω.
Έλα, λοιπόν, τώρα που ξέρεις δείξε μου.
Δείξε μου πώς πεθαίνουν!
ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ
Σάρα
Τον γιό μου! Το παιδί μου ξένε!
Ξένε άντρα μου!
Σε μίσησα τόσο πολύ
όσο λατρεύω εκείνο.
Το σπλάχνο μου.
Μήνες εννιά, μέρες διακόσιες εβδομήντα
τριάντα επτά χιλιάδες εκατό λεπτά
κι εκατομμύρια δεύτερα
ήταν μόνο δικό μου.
Τα χνάρια του στην μήτρα μου
σαν τις πατημασιές του στο χώμα της αυλής
θα οργώνουν εσαεί τα σωθικά μου.
Τον λωρο του, τον λώρο εκείνο
θα θελα να τυλίξω ασφυκτικά
γύρω από τον γέρικο, τον αποκρουστικό λαιμό σου.
Ο Θεός! Και πού τον ξέρω τον Θεό;
Θυσία; Γιατί από μένα δεν ετόλμησε;
Κι η σάρκα μου! ετούτο το κορμί
ντρέπομαι που σου χάρισα τόσες φορές
μόνο για μία…
Εκείνη τη μοναδική φορά.
Της σύλληψής του!
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
Ι. Χειμερινό ηλιοστάσιο
Ξημερώνοντας η γιορτή σου, Αναστασία
Σκέψου πως διανύσαμε
την πιο μεγάλη νύχτα.
Σκέψου, πόσα και πόσα όνειρα
πασχίζαμε κάποτε να στοιβάξουμε
μες στο πηχτό σκοτάδι
ενώ καραδοκούσε ανελέητο το φως
τόσων και τόσων ημερών κατοπινών
να ματαιώσει.
Κι εμείς φαντάσου
πώς στριμωχτήκαμε
σε μια ζωούλα τόση δα
ενώ το άμεσο μέλλον μας υπονομεύει
η αέναη διάρκεια
Η απειλή; Η υπόσχεση;
της πιο μεγάλης νύχτας.
ΙΙ. Εαρινή Ισημερία
Ήξερε ο Βιβάλντι
ποια εποχή
διάλεξε να υμνήσει περισσότερο.
Ήξερε ο Διάκος
που μοιρολογούσε:
Για δες καιρό που διάλεξε…
Φευγάτη παπαρούνα η ζωή
σμίγει με του κυπαρισσιού τη θαλερότητα
η αιχμηρότητα του αγκαθιού
με το βελούδινο της πασχαλιάς.
Αγάπη, προδοσία, όλα
δίκαιη μοιρασιά
η μέρα με τη νύχτα.
ΙΙΙ. Θερινό ηλιοστάσιο
Αγαπώ και φοβάμαι το φως.
Συνήθως αγαπώ ό,τι φοβάμαι.
Την θάλασσα, τον έρωτα, κυρίως το φως.
Αυτό που δίνει υπόσταση στην λεπτομέρεια.
Όταν ορμάει στο δωμάτιο αδίστακτο
τα πρωινά καθώς δειλά
ανοίγω τα παντζούρια.
Μαζί αισθάνομαι το βλέμμα του Θεού
ν’ απλώνεται στ’ άδυτα της ψυχής μου.
Εκτίθεμαι σ’ εκείνον
όπως η κάμαρα στον ήλιο
βιάζομαι μετά, θέλω να σκοτεινιάσει
να κρυφτώ στον ύπνο μου.
Αυτή τη λειψή νύχτα
ο τρόμος θα ξημερώσει πιο νωρίς
όταν απ’ τα σεντόνια τιναχθώ
ακούγοντας τον ήχο
της γρήγορης ανάσας μου
σαν κτύπος ρολογιού να επαναλαμβάνεται
στο άδειο σπίτι.
ΙV. Φθινοπωρινή ισημερία
Πέφτουν τα φύλλα, πέφτουνε
Ίσως γιατί το δέντρο τόσο τ’ αγαπά.
Ίσως για να τα νοσταλγήσει
όταν γυμνό ριγήσει στα ραπίσματα
του ανελέητου βοριά.
Σε λίγο θα ξεθυμάνει σε κλάμα
ο καύσωνας του Αύγουστου
και χείμαρρος δακρύων θ’ αυλακώσει
το στεγνωμένο πρόσωπο της γης.
Όμως ακόμα είναι καλοκαίρι
Και μια υπόνοια μονάχα ανεπαίσθητη Χειμώνα.
Είναι μεγάλο κρίμα
να την διεκδικούν
με ίσια δικαιώματα
το φως και το σκοτάδι.
Τον γιό μου! Το παιδί μου ξένε!
Ξένε άντρα μου!
Σε μίσησα τόσο πολύ
όσο λατρεύω εκείνο.
Το σπλάχνο μου.
Μήνες εννιά, μέρες διακόσιες εβδομήντα
τριάντα επτά χιλιάδες εκατό λεπτά
κι εκατομμύρια δεύτερα
ήταν μόνο δικό μου.
Τα χνάρια του στην μήτρα μου
σαν τις πατημασιές του στο χώμα της αυλής
θα οργώνουν εσαεί τα σωθικά μου.
Τον λωρο του, τον λώρο εκείνο
θα θελα να τυλίξω ασφυκτικά
γύρω από τον γέρικο, τον αποκρουστικό λαιμό σου.
Ο Θεός! Και πού τον ξέρω τον Θεό;
Θυσία; Γιατί από μένα δεν ετόλμησε;
Κι η σάρκα μου! ετούτο το κορμί
ντρέπομαι που σου χάρισα τόσες φορές
μόνο για μία…
Εκείνη τη μοναδική φορά.
Της σύλληψής του!
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
Ι. Χειμερινό ηλιοστάσιο
Ξημερώνοντας η γιορτή σου, Αναστασία
Σκέψου πως διανύσαμε
την πιο μεγάλη νύχτα.
Σκέψου, πόσα και πόσα όνειρα
πασχίζαμε κάποτε να στοιβάξουμε
μες στο πηχτό σκοτάδι
ενώ καραδοκούσε ανελέητο το φως
τόσων και τόσων ημερών κατοπινών
να ματαιώσει.
Κι εμείς φαντάσου
πώς στριμωχτήκαμε
σε μια ζωούλα τόση δα
ενώ το άμεσο μέλλον μας υπονομεύει
η αέναη διάρκεια
Η απειλή; Η υπόσχεση;
της πιο μεγάλης νύχτας.
ΙΙ. Εαρινή Ισημερία
Ήξερε ο Βιβάλντι
ποια εποχή
διάλεξε να υμνήσει περισσότερο.
Ήξερε ο Διάκος
που μοιρολογούσε:
Για δες καιρό που διάλεξε…
Φευγάτη παπαρούνα η ζωή
σμίγει με του κυπαρισσιού τη θαλερότητα
η αιχμηρότητα του αγκαθιού
με το βελούδινο της πασχαλιάς.
Αγάπη, προδοσία, όλα
δίκαιη μοιρασιά
η μέρα με τη νύχτα.
ΙΙΙ. Θερινό ηλιοστάσιο
Αγαπώ και φοβάμαι το φως.
Συνήθως αγαπώ ό,τι φοβάμαι.
Την θάλασσα, τον έρωτα, κυρίως το φως.
Αυτό που δίνει υπόσταση στην λεπτομέρεια.
Όταν ορμάει στο δωμάτιο αδίστακτο
τα πρωινά καθώς δειλά
ανοίγω τα παντζούρια.
Μαζί αισθάνομαι το βλέμμα του Θεού
ν’ απλώνεται στ’ άδυτα της ψυχής μου.
Εκτίθεμαι σ’ εκείνον
όπως η κάμαρα στον ήλιο
βιάζομαι μετά, θέλω να σκοτεινιάσει
να κρυφτώ στον ύπνο μου.
Αυτή τη λειψή νύχτα
ο τρόμος θα ξημερώσει πιο νωρίς
όταν απ’ τα σεντόνια τιναχθώ
ακούγοντας τον ήχο
της γρήγορης ανάσας μου
σαν κτύπος ρολογιού να επαναλαμβάνεται
στο άδειο σπίτι.
ΙV. Φθινοπωρινή ισημερία
Πέφτουν τα φύλλα, πέφτουνε
Ίσως γιατί το δέντρο τόσο τ’ αγαπά.
Ίσως για να τα νοσταλγήσει
όταν γυμνό ριγήσει στα ραπίσματα
του ανελέητου βοριά.
Σε λίγο θα ξεθυμάνει σε κλάμα
ο καύσωνας του Αύγουστου
και χείμαρρος δακρύων θ’ αυλακώσει
το στεγνωμένο πρόσωπο της γης.
Όμως ακόμα είναι καλοκαίρι
Και μια υπόνοια μονάχα ανεπαίσθητη Χειμώνα.
Είναι μεγάλο κρίμα
να την διεκδικούν
με ίσια δικαιώματα
το φως και το σκοτάδι.
Δευτέρα 28 Μαΐου 2012
Πώς έμαθε να κλαίει
Κάποτε η σκιά μου
δεν ήξερε ούτε να γελάει
ούτε να πονά.
Μ' ακολουθούσε μόνο
αφόρητα πιστή.
Διψούσα κι έπινε νερό.
Νύσταζα και κοιμόταν.
Δεν σ' αγαπούσε
αλλά σ' αγκάλιαζε παράφορα.
Στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας
οι δυο μαζί
με τη δική σου τη σκιά
πώς μπερδευόσαστε
σ' ένα θεόρατο κουβάρι σκοτεινό
που άλλαζε σχήματα διαρκώς
ώσπου ησύχαζε.
Ξάφνου κοβότανε στα δύο
και ξανά...
ωσότου κάποτε στον τοίχο
έμεινε μόνο η δική μου η σκιά
μόνη για πάντα.
Και τότε ήτανε
που έμαθε πώς να κλαίει.
Από την ποιητική συλλογή:
ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΔΡΕΣΔΗ
ἐκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2004
Πέμπτη 24 Μαΐου 2012
Παιχνίδια μεγάλων
Ι. ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ
μνήμη αδελφού μου
Γελούσαν τότε σίγουρα στο πατρικό
παιδιά που παίζανε κρυφτό
Εκείνη όλο τα φύλαγε.
Μετρούσε: ένα… δύο…τρία…
κι ύστερα πάντοτε τον οσμιζότανε
λαγωνικό και πώς να της ξεφύγει!
Ίσως να της το κράτησε
και άντρας πια βρήκε την πιο ιδανική
μοναδική κρυψώνα. Τώρα πάλι μετρά:
ένα… δύο… χρόνια δέκα
τον πιο μικρό της αδελφό:
Νίκησες! Φανερώσου πιά!
φωνάζει και δεν βρίσκει.
ΙΙ. ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ
Φοβού τους Δαναούς
και δώρα φέροντες
Το ξύλινο αλογάκι
λίκνιζε ρυθμικά τις προσδοκίες μου.
Κινήσεις όλο αυτάρκεια
σε μια καμπύλη σιγουριάς.
Δίχως απόκλιση καμιά
η διαδρομή μου.
Τώρα το άλογό μου δίχως αναβάτη
δούρειος ίππος με πολιορκεί στενά
ξεχύνοντας μνήμες αφηνιασμένες
κι έχετε φύγει όλοι εσείς οι Δαναοί
να μην μπορώ να σας ρωτήσω
γιατί μου ξεγελούσατε το μέλλον
δώρα φέροντες.
ΙΙΙ. ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Πούν’το, πούν’ το το δαχτυλίδι
Ψάξε, ψάξε δεν θα το βρεις
Δαχτυλιδάκι της δραχμής
στο πανηγύρι του Άγιου.
Τσίγκος που τον χρυσό καμώνεται
όμως το χέρι σου ήλιος λευκός
πώς το θαμπό πετράδι εξωραϊζει!
Τώρα διαμάντι αληθινό
σκληρά φωτίζει τις φακίδες
στην παλάμη σου, οι φουσκωμένες
φλέβες της μπλαβίζουν, και…
Πούν’το, πούν’το
το λευκό χεράκι, τραγουδάς.
Δεν θα το βρεις, δεν θα το βρεις
αντιγυρίζει άκαρδα η φωνή σου.
IV. ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ
Δεν περνάς κυρά Μαρία
Δεν περνάς! Δεν περνάς!
Έταξε στα λουλούδια της
πριν να τα ξεριζώσουν
μια θέση ωραία στο μπαλκόνι
του τσιμεντένιου μέλλοντος.
Έτσι μέσα στις γλάστρες τους, δικαιωμένοι
σαν κι εμάς φαντάζουν ιδιοκτήτες
στενόχωρων διαμερισμάτων.
Πόσο σε θάμπωσε η προοπτική
μιας λέξης τόσο άγνωστης κυρά-Μαρία;
Πώς θα υπάγεις τώρα, εις τους κήπους;
Αντιβοούνε: Δεν περνάς! Δεν περνάς!
απ’ έξω τα φαντάσματα των δέντρων
μόνιμοι διαρρήκτες πια του παρελθόντος σου.
V. ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Αλάτι ψιλό
αλάτι χοντρό
έχασα τη μάνα μου
και πάω να τη βρω.
Σ’ έχασα λοιπόν έτσι απλά
όπως και στο παιχνίδι
τραγουδώντας σ’ έχασα.
Μου’ λειπες πάντοτε
και τώρα που σε βρίσκω
στον καθρέφτη, αγανακτώ
Στα χρόνια σ’ έφτασα.
Και τραγουδώ
τα μάτια τρίβοντας
μ’ ένα λεπτό κρεμμύδι
γιατί δεν ξέρω, δεν θυμάμαι
τη συνέχεια στο παιχνίδι.
Αλάτι ψιλό
αλάτι χοντρό
Αχ, πώς φοβάμαι μάνα
να’ ρθω να σε βρω.
Από την ποιητική συλλογή
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ
εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998
μνήμη αδελφού μου
Γελούσαν τότε σίγουρα στο πατρικό
παιδιά που παίζανε κρυφτό
Εκείνη όλο τα φύλαγε.
Μετρούσε: ένα… δύο…τρία…
κι ύστερα πάντοτε τον οσμιζότανε
λαγωνικό και πώς να της ξεφύγει!
Ίσως να της το κράτησε
και άντρας πια βρήκε την πιο ιδανική
μοναδική κρυψώνα. Τώρα πάλι μετρά:
ένα… δύο… χρόνια δέκα
τον πιο μικρό της αδελφό:
Νίκησες! Φανερώσου πιά!
φωνάζει και δεν βρίσκει.
ΙΙ. ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ
Φοβού τους Δαναούς
και δώρα φέροντες
Το ξύλινο αλογάκι
λίκνιζε ρυθμικά τις προσδοκίες μου.
Κινήσεις όλο αυτάρκεια
σε μια καμπύλη σιγουριάς.
Δίχως απόκλιση καμιά
η διαδρομή μου.
Τώρα το άλογό μου δίχως αναβάτη
δούρειος ίππος με πολιορκεί στενά
ξεχύνοντας μνήμες αφηνιασμένες
κι έχετε φύγει όλοι εσείς οι Δαναοί
να μην μπορώ να σας ρωτήσω
γιατί μου ξεγελούσατε το μέλλον
δώρα φέροντες.
ΙΙΙ. ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Πούν’το, πούν’ το το δαχτυλίδι
Ψάξε, ψάξε δεν θα το βρεις
Δαχτυλιδάκι της δραχμής
στο πανηγύρι του Άγιου.
Τσίγκος που τον χρυσό καμώνεται
όμως το χέρι σου ήλιος λευκός
πώς το θαμπό πετράδι εξωραϊζει!
Τώρα διαμάντι αληθινό
σκληρά φωτίζει τις φακίδες
στην παλάμη σου, οι φουσκωμένες
φλέβες της μπλαβίζουν, και…
Πούν’το, πούν’το
το λευκό χεράκι, τραγουδάς.
Δεν θα το βρεις, δεν θα το βρεις
αντιγυρίζει άκαρδα η φωνή σου.
IV. ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ
Δεν περνάς κυρά Μαρία
Δεν περνάς! Δεν περνάς!
Έταξε στα λουλούδια της
πριν να τα ξεριζώσουν
μια θέση ωραία στο μπαλκόνι
του τσιμεντένιου μέλλοντος.
Έτσι μέσα στις γλάστρες τους, δικαιωμένοι
σαν κι εμάς φαντάζουν ιδιοκτήτες
στενόχωρων διαμερισμάτων.
Πόσο σε θάμπωσε η προοπτική
μιας λέξης τόσο άγνωστης κυρά-Μαρία;
Πώς θα υπάγεις τώρα, εις τους κήπους;
Αντιβοούνε: Δεν περνάς! Δεν περνάς!
απ’ έξω τα φαντάσματα των δέντρων
μόνιμοι διαρρήκτες πια του παρελθόντος σου.
V. ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Αλάτι ψιλό
αλάτι χοντρό
έχασα τη μάνα μου
και πάω να τη βρω.
Σ’ έχασα λοιπόν έτσι απλά
όπως και στο παιχνίδι
τραγουδώντας σ’ έχασα.
Μου’ λειπες πάντοτε
και τώρα που σε βρίσκω
στον καθρέφτη, αγανακτώ
Στα χρόνια σ’ έφτασα.
Και τραγουδώ
τα μάτια τρίβοντας
μ’ ένα λεπτό κρεμμύδι
γιατί δεν ξέρω, δεν θυμάμαι
τη συνέχεια στο παιχνίδι.
Αλάτι ψιλό
αλάτι χοντρό
Αχ, πώς φοβάμαι μάνα
να’ ρθω να σε βρω.
Από την ποιητική συλλογή
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ
εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998
Οι θείες
Που πήγανε όλες αυτές οι θείες
που με φιλεύανε γλυκό του κουταλιού
μ'ένα σιρόπι —κλάμα μακρινό—
που κάποιο πένθος διαρκείας
δεν το άφηνε να δέσει
Ονόματα ρουφήχτρες:
Καλλιόπη, Αγλαϊα, Περσεφόνη
που λες τις εξαφάνισαν
μες στις παρωχημένες έννοιές τους
Πώς φύγαν έτσι, μόνο
μ' ένα σύρσιμο απαλό φρρ...φρ...
μιας γκρίζας φούστας άχαρης, μακριάς!
Και πώς αποζητάω τώρα
τα φιλιά που αποστρεφόμουν!
Τρίχες σκληρές, ενστάσεις μιας ζωής
που ξεφυτρώνανε ανεξέλεγκτες
μεσ απ'τις κρεατοελιές τους
αχινοί, μαύρα μου αγκάθια
που με αγκυλώνουν πάλι.
Από της ποιητική συλλογή:
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998
που με φιλεύανε γλυκό του κουταλιού
μ'ένα σιρόπι —κλάμα μακρινό—
που κάποιο πένθος διαρκείας
δεν το άφηνε να δέσει
Ονόματα ρουφήχτρες:
Καλλιόπη, Αγλαϊα, Περσεφόνη
που λες τις εξαφάνισαν
μες στις παρωχημένες έννοιές τους
Πώς φύγαν έτσι, μόνο
μ' ένα σύρσιμο απαλό φρρ...φρ...
μιας γκρίζας φούστας άχαρης, μακριάς!
Και πώς αποζητάω τώρα
τα φιλιά που αποστρεφόμουν!
Τρίχες σκληρές, ενστάσεις μιας ζωής
που ξεφυτρώνανε ανεξέλεγκτες
μεσ απ'τις κρεατοελιές τους
αχινοί, μαύρα μου αγκάθια
που με αγκυλώνουν πάλι.
Από της ποιητική συλλογή:
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998
Ο πιο μικρος περίπατος
Και ξαφνικά όχι μεσ' απ' τη στολισμένη λιμουζίνα
αλλά σαν μια εκπνοή απ' τα πνευστά
ξεχύθηκε μαζί με το εμβατήριο
ανάλαφρη, εκθαμβωτική η ομορφιά της.
Εκείνος της πρόσφερε διστακτικά το μπράτσο
τις νότες παραλλάσσοντας συνέχεια
μ' εκείνο το μοναδικό πρώτο της κλάμα.
Στο μεταξύ τα δέντρα στη Ριζάρειο
χαμήλωναν και σμίγαν τα κλαριά τους
αψίδα σχηματίζοντας για να περάσει.
Τι ατέλειωτοι περίπατοι στα πάρκα
το ροζ μωρό του σίγουρο στο καροτσάκι
κι αργότερα στα ξύλινα αλογάκια
που γυροφέρναν τόσο βέβαιο το παρελθόν.
Για μια στιγμή σταμάτησε
όμως εκείνη μεσ στα τούλια της
αέρινη πετούσε πεταλούδα να φτάσει
το μοναδικό λουλούδι στο μαύρο πέτο
ακίνητο στην είσοδο της εκκλησίας
"Ἑγκαταλείψει...και προσκολληθήσεται..."
θα επικύρωνε σε λίγο ο ιερέας
Έκανε πάλι να τη συγκρατήσει
Σε λίγο τα χειροκροτήματα σωπάσαν
για ν' ακούσουν εκείνο το φιλί
που θ' άλλαζε για πάντα τ' όνομά της
Εκείνη βιαστικά άλλαξε μπράτσο
μπαίνοντας στο ναό
ενώ αυτός έμεινε πίσω αφηρημένος
να κοιτάζει τον πορφυρένιο τάπητα
και να μετρά ξανά και πάλι τα βήματά τους
στον τελευταίο τους εκείνο
τον πιο μικρό περίπατο.
Από την ποιητική συλλογή:
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, εκδ. Πλανόδιον,Αθήνα 1998
αλλά σαν μια εκπνοή απ' τα πνευστά
ξεχύθηκε μαζί με το εμβατήριο
ανάλαφρη, εκθαμβωτική η ομορφιά της.
Εκείνος της πρόσφερε διστακτικά το μπράτσο
τις νότες παραλλάσσοντας συνέχεια
μ' εκείνο το μοναδικό πρώτο της κλάμα.
Στο μεταξύ τα δέντρα στη Ριζάρειο
χαμήλωναν και σμίγαν τα κλαριά τους
αψίδα σχηματίζοντας για να περάσει.
Τι ατέλειωτοι περίπατοι στα πάρκα
το ροζ μωρό του σίγουρο στο καροτσάκι
κι αργότερα στα ξύλινα αλογάκια
που γυροφέρναν τόσο βέβαιο το παρελθόν.
Για μια στιγμή σταμάτησε
όμως εκείνη μεσ στα τούλια της
αέρινη πετούσε πεταλούδα να φτάσει
το μοναδικό λουλούδι στο μαύρο πέτο
ακίνητο στην είσοδο της εκκλησίας
"Ἑγκαταλείψει...και προσκολληθήσεται..."
θα επικύρωνε σε λίγο ο ιερέας
Έκανε πάλι να τη συγκρατήσει
Σε λίγο τα χειροκροτήματα σωπάσαν
για ν' ακούσουν εκείνο το φιλί
που θ' άλλαζε για πάντα τ' όνομά της
Εκείνη βιαστικά άλλαξε μπράτσο
μπαίνοντας στο ναό
ενώ αυτός έμεινε πίσω αφηρημένος
να κοιτάζει τον πορφυρένιο τάπητα
και να μετρά ξανά και πάλι τα βήματά τους
στον τελευταίο τους εκείνο
τον πιο μικρό περίπατο.
Από την ποιητική συλλογή:
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, εκδ. Πλανόδιον,Αθήνα 1998
Θεσσαλονίκη - Αθήνα

ΌΤΑΝ ΔΕΝ ΜΙΛΑΓΕ χαμογελοῦσε κι ἦταν πάλι σὰ νὰ μίλαγε, μ’ ἐκεῖνο τὸ τζοκόντειο, αἰνιγματικὸ χαμόγελό της, μισὸ ὑπεροψία, μισὸ συγκατάβαση. Σὰν συνοδεία, σὲ χαμηλὴ ἔνταση, ἐναλλάσσονταν ἀδιάκοπα οἱ φωνὲς τῶν τριῶν μεγάλων: Pavarotti, Domingo, Carreras. Πάσχιζε, μὲ φανατισμὸ σχεδόν, νὰ μὲ βοηθήσει νὰ διακρίνω τὶς φωνές τους, ποὺ διαρκῶς μπέρδευα καὶ ὕστερα σὲ κάθε τραγούδι ποὺ ἄλλαζε, μὲ τσεκάριζε ρωτώντας με γιὰ τὸν ἑκάστοτε ἑρμηνευτή.
Ἐγὼ δὲν μποροῦσα διόλου νὰ συγκεντρωθῶ, δὲν μ’ ἔνοιαζε ἐξάλλου. Παρακολουθοῦσα μόνο μὲ μισὸ μάτι τὶς ἐκφράσεις της: τὴν ἀγανάκτησή της γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μου, τὴν ἱκανοποίηση, ὅταν τυχαίως ἀνακάλυπτα τὸν τραγουδιστή, τὸν φόβο της, ὅταν πατοῦσα πιὸ πολὺ τὸ γκάζι στὶς στροφές. Ἤξερα τότε πὼς οἱ κόρες τῶν παράξενων ματιῶν της διαστέλλονταν καὶ πὼς πατοῦσε φρένο στὸν ἀέρα μὲ τὸ δεξί της ποδαράκι.
Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα, πλησιάζαμε κιόλας στὴν Στυλίδα. Ἤθελα νὰ πατήσω φρένο, νὰ τὴν πάρω ἀγκαλιά, νὰ τὴν φιλήσω. Μὰ ἦταν τόσο ἀπόμακρη κι ἂς ἤτανε τόσο κοντά μου, μισοξαπλωμένη. «Νὰ πιοῦμε ἕνα καφέ, νὰ στυλωθοῦμε», πρότεινα καὶ φυσικὰ συμφώνησε. Δὲν ἤθελα στ’ ἀλήθεια καφέ, πιὸ πολὺ ἤθελα νὰ τὴν δῶ νὰ περπατάει μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνάλαφρο, ἐλαφίσιο βῆμα, κυρίως νὰ καθυστερήσω, ὅσο μ’ ἔπαιρνε, τὸ τελευταῖο ἐκεῖνο ταξίδι μας. «Πάει κι αὐτό, τελείωσε, ὅλα ἀλλάζουν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα», εἶπε πίνοντας τὴν τελευταία γουλιά τοῦ ἐσπρέσο της. «Πηγαίνουμε;» πρόσθεσε μετὰ πιὸ ζωηρά.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς, ἐκείνη τὴν ἴδια ὥρα, σκεφτόμουν πὼς ἡ ἀπομόνωσή μας στὸ αὐτοκίνητο μὲ ξεγελοῦσε, τὴν ἔνιωθα πιὸ δική μου, παρὰ σ’ αὐτὸ τὸ καφενεῖο μὲ τὸν περίγυρο αὐτόν, ποὺ γέλαγε, ἔτρωγε, ἔπινε ἀγνοώντας τὴν θλίψη καὶ τὴν ταραχή μου.
—Vincero!…— Ἐπέμενε ὁ τενόρος στὸ μεγάφωνο, εἴχαμε φθάσει κιόλας στὶς στροφὲς τῆς Ὑλίκης κι ἄρχισα νὰ χαμηλώνω ταχύτητα. Μὲ κοίταξε παράξενα. Συνήθως ἐκείνη μὲ παρακαλοῦσε νὰ μὴν τρέχω. Αὐτόματα πάτησα γκάζι. Ἔκλεισε τὰ μάτια της. Ἤξερα πὼς δὲν κοιμόταν. —Una furtiva lagrima!— τ’ ἀγαπημένο της. Δυνάμωσε τὴν ἔνταση. «Ποιός;» εἶπε πονηρά. Δὲν ἀπάντησα. Πονοῦσα, σχεδὸν ἀφόρητα πονοῦσα. Ἐκεῖνος, ὁποιοσδήποτε κι ἄν ἢταν, συνέχισε νὰ τραγουδᾶ. —Nessun dorma!— «Κι οἱ τρεῖς μεγάλοι μαζὶ τώρα», ξαναεῖπε. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς εἶχα μυηθεῖ στὶς μουσικές της προτιμήσεις καὶ γενικότερα στὴν κουλτούρα της τ’ ἀτέλειωτα χιλιόμετρα ποὺ εἴχαμε διανύσει συζητώντας κι ἀκούγοντας τὰ δικά της πάντοτε CD. Τώρα ὅμως εἶχα πεισμώσει. Μὰ δὲν τὴν ἀπασχολοῦσε λοιπὸν τίποτε, τίποτε ἄλλο; Οὔτε κὰν ὁ καιρός, ποὺ συμμεριζόμενος τὸν πόνο μου, βαρὺς καὶ σκυθρωπὸς προμήνυε καταιγίδα. Στὸ μεταξὺ ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει. Ἐκεῖνο τὸ σιγανὸ ψιχάλισμα ποὺ σ’ ἐκνευρίζει, κυρίως ὅταν ὁδηγεῖς. Τῆς ἔρριξα πάλι μιὰ φευγαλέα ματιά. Ἦταν τελείως ἀτημέλητη. Ἕνα φουστάκι τζήν, ἕνα βαμβακερό ἄσπρο μπλουζάκι καὶ τὰ μαλλιά της ξέπλεκα, λυτά. Σὲ ποιὰν ἔκσταση ἐπάνω, σὲ χορὸ μαγικὸ μπορεῖ ἕνα τέτοιο πλάσμα νὰ γεννήθηκε;… κι ἐγὼ ὁ τυχερός ποὺ τό ‘χει δεῖ. Ἀπὸ μιὰ ἄποψη, δὲν λέω, ἤμουν τυχερὸς ποὺ τὴν γνώρισα κι ἂς τὴν ἔχανα τώρα, τὶς ἀναμνήσεις κανένας δὲν θὰ μοῦ τίς ἔπαιρνε, μὰ γιατὶ τὸ τραγούδι νά ‘ναι λυπητερό, στ’ αὐτιά μου στριφογύριζαν οἱ στίχοι τοῦ δικοῦ μας, καταδικοῦ μας Παπάζογλου, ἀλλὰ δὲν τόλμησα νὰ μιλήσω.
Στὰ διόδια τῶν Ἀφιδνῶν: «Ὄμορφα ἤτανε, πόσα χρόνια τρία, τέσσερα;» ψιθύρισε. Δὲν ἦταν οὔτε δύο χρόνια καλὰ-καλά, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ τὴν διαψεύσω. —Γρανάδα, ave Maria— καὶ τὰ σχετικά. Στὴν ἔξοδο τῆς Κηφισιᾶς θ’ ἀφήναμε τὴν ἐθνική. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μοῦ ‘ρθε νὰ παρατήσω τὸ τιμόνι, νὰ χώσω τὰ δάχτυλά μου στὰ ὑπέροχα μαλλιά της καὶ νὰ τῆς φωνάξω κατάφατσα πὼς δὲν ἀντέχω ποὺ τὴν χάνω. Πλησιάζαμε, πλησιάζαμε ἀφόρητα, ἐγὼ θὰ γύριζα ἀμέσως στὴ Θεσσαλονίκη, ἐκείνη μετακόμιζε ὁριστικά στὴν Ἀθήνα.
—Time to say goodbye!— Βαλτός ἦταν κι αὐτός; Μᾶλλον ἐκείνη τὄβαλε ἐπίτηδες, νὰ μὲ ἀποτρελάνει: «Ὁ Pavarotti», εἶπα βιαστικὰ. Εἴχαμε φτάσει. Βγῆκα νὰ τῆς ἀνοίξω τὴν πόρτα. Μοῦ ‘σφιξε τὸ χέρι γλιστρώντας μου μὲ τρόπο δύο χαρτονομίσματα. Ἔκανα νὰ διαμαρτυρηθῶ. Ὄχι, τουλάχιστον ὄχι αὐτήν τήν τελευταία φορά. Ἐξάλλου δὲν εἶχα πάρει ἄλλους ἐπιβάτες μὲ τὴν ἐλπίδα, τὴν ὕστατη ἐλπίδα νὰ μπορέσω ἐπιτέλους νὰ τῆς ἐκμυστηρευθῶ τὰ αἰσθήματά μου. Ὅμως γι’ αὐτήν δὲν ἤμουνα παρὰ ὁ κουλτουριάρης ταξιτζῆς, ποὺ τὴν πηγαινοέφερνε Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα, τουλάχιστον μία φορά τὴν ἑβδομάδα. Μοῦ ‘σφιξε πάλι τὸ χέρι: «Τὰ ρέστα δικά σου», φώναξε φεύγοντας.
Το ταγκό
Το ταγκό είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται, είπε.
Ειν' ένας καταδικασμένος έρωτας, μι' αγάπη απαγορευμένη.
Δυο βήματα μπροστά να φύγεις, να ξεφύγεις.
Ενδοιασμοί; Ένα: Γυρίζεις πίσω.
Ξανά δυο βήματα αποφασίζεις.
Νοσταλγία; Ενοχές;
Ένα βήμα στο χτες.
Αναποφάσιστα λικνίζεσαι κι έτσι ποτέ
σχεδόν δεν φτάνεις
κι όλο πονάς και διστάζεις
όταν χορεύεις ταγκό.
Από την ποιητική συλλογή:
"Απόπειρα τοπίου", Εκδ. Ερμείας, Αθήνα 1994
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)