
ΌΤΑΝ ΔΕΝ ΜΙΛΑΓΕ χαμογελοῦσε κι ἦταν πάλι σὰ νὰ μίλαγε, μ’ ἐκεῖνο τὸ τζοκόντειο, αἰνιγματικὸ χαμόγελό της, μισὸ ὑπεροψία, μισὸ συγκατάβαση. Σὰν συνοδεία, σὲ χαμηλὴ ἔνταση, ἐναλλάσσονταν ἀδιάκοπα οἱ φωνὲς τῶν τριῶν μεγάλων: Pavarotti, Domingo, Carreras. Πάσχιζε, μὲ φανατισμὸ σχεδόν, νὰ μὲ βοηθήσει νὰ διακρίνω τὶς φωνές τους, ποὺ διαρκῶς μπέρδευα καὶ ὕστερα σὲ κάθε τραγούδι ποὺ ἄλλαζε, μὲ τσεκάριζε ρωτώντας με γιὰ τὸν ἑκάστοτε ἑρμηνευτή.
Ἐγὼ δὲν μποροῦσα διόλου νὰ συγκεντρωθῶ, δὲν μ’ ἔνοιαζε ἐξάλλου. Παρακολουθοῦσα μόνο μὲ μισὸ μάτι τὶς ἐκφράσεις της: τὴν ἀγανάκτησή της γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μου, τὴν ἱκανοποίηση, ὅταν τυχαίως ἀνακάλυπτα τὸν τραγουδιστή, τὸν φόβο της, ὅταν πατοῦσα πιὸ πολὺ τὸ γκάζι στὶς στροφές. Ἤξερα τότε πὼς οἱ κόρες τῶν παράξενων ματιῶν της διαστέλλονταν καὶ πὼς πατοῦσε φρένο στὸν ἀέρα μὲ τὸ δεξί της ποδαράκι.
Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα, πλησιάζαμε κιόλας στὴν Στυλίδα. Ἤθελα νὰ πατήσω φρένο, νὰ τὴν πάρω ἀγκαλιά, νὰ τὴν φιλήσω. Μὰ ἦταν τόσο ἀπόμακρη κι ἂς ἤτανε τόσο κοντά μου, μισοξαπλωμένη. «Νὰ πιοῦμε ἕνα καφέ, νὰ στυλωθοῦμε», πρότεινα καὶ φυσικὰ συμφώνησε. Δὲν ἤθελα στ’ ἀλήθεια καφέ, πιὸ πολὺ ἤθελα νὰ τὴν δῶ νὰ περπατάει μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνάλαφρο, ἐλαφίσιο βῆμα, κυρίως νὰ καθυστερήσω, ὅσο μ’ ἔπαιρνε, τὸ τελευταῖο ἐκεῖνο ταξίδι μας. «Πάει κι αὐτό, τελείωσε, ὅλα ἀλλάζουν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα», εἶπε πίνοντας τὴν τελευταία γουλιά τοῦ ἐσπρέσο της. «Πηγαίνουμε;» πρόσθεσε μετὰ πιὸ ζωηρά.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς, ἐκείνη τὴν ἴδια ὥρα, σκεφτόμουν πὼς ἡ ἀπομόνωσή μας στὸ αὐτοκίνητο μὲ ξεγελοῦσε, τὴν ἔνιωθα πιὸ δική μου, παρὰ σ’ αὐτὸ τὸ καφενεῖο μὲ τὸν περίγυρο αὐτόν, ποὺ γέλαγε, ἔτρωγε, ἔπινε ἀγνοώντας τὴν θλίψη καὶ τὴν ταραχή μου.
—Vincero!…— Ἐπέμενε ὁ τενόρος στὸ μεγάφωνο, εἴχαμε φθάσει κιόλας στὶς στροφὲς τῆς Ὑλίκης κι ἄρχισα νὰ χαμηλώνω ταχύτητα. Μὲ κοίταξε παράξενα. Συνήθως ἐκείνη μὲ παρακαλοῦσε νὰ μὴν τρέχω. Αὐτόματα πάτησα γκάζι. Ἔκλεισε τὰ μάτια της. Ἤξερα πὼς δὲν κοιμόταν. —Una furtiva lagrima!— τ’ ἀγαπημένο της. Δυνάμωσε τὴν ἔνταση. «Ποιός;» εἶπε πονηρά. Δὲν ἀπάντησα. Πονοῦσα, σχεδὸν ἀφόρητα πονοῦσα. Ἐκεῖνος, ὁποιοσδήποτε κι ἄν ἢταν, συνέχισε νὰ τραγουδᾶ. —Nessun dorma!— «Κι οἱ τρεῖς μεγάλοι μαζὶ τώρα», ξαναεῖπε. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς εἶχα μυηθεῖ στὶς μουσικές της προτιμήσεις καὶ γενικότερα στὴν κουλτούρα της τ’ ἀτέλειωτα χιλιόμετρα ποὺ εἴχαμε διανύσει συζητώντας κι ἀκούγοντας τὰ δικά της πάντοτε CD. Τώρα ὅμως εἶχα πεισμώσει. Μὰ δὲν τὴν ἀπασχολοῦσε λοιπὸν τίποτε, τίποτε ἄλλο; Οὔτε κὰν ὁ καιρός, ποὺ συμμεριζόμενος τὸν πόνο μου, βαρὺς καὶ σκυθρωπὸς προμήνυε καταιγίδα. Στὸ μεταξὺ ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει. Ἐκεῖνο τὸ σιγανὸ ψιχάλισμα ποὺ σ’ ἐκνευρίζει, κυρίως ὅταν ὁδηγεῖς. Τῆς ἔρριξα πάλι μιὰ φευγαλέα ματιά. Ἦταν τελείως ἀτημέλητη. Ἕνα φουστάκι τζήν, ἕνα βαμβακερό ἄσπρο μπλουζάκι καὶ τὰ μαλλιά της ξέπλεκα, λυτά. Σὲ ποιὰν ἔκσταση ἐπάνω, σὲ χορὸ μαγικὸ μπορεῖ ἕνα τέτοιο πλάσμα νὰ γεννήθηκε;… κι ἐγὼ ὁ τυχερός ποὺ τό ‘χει δεῖ. Ἀπὸ μιὰ ἄποψη, δὲν λέω, ἤμουν τυχερὸς ποὺ τὴν γνώρισα κι ἂς τὴν ἔχανα τώρα, τὶς ἀναμνήσεις κανένας δὲν θὰ μοῦ τίς ἔπαιρνε, μὰ γιατὶ τὸ τραγούδι νά ‘ναι λυπητερό, στ’ αὐτιά μου στριφογύριζαν οἱ στίχοι τοῦ δικοῦ μας, καταδικοῦ μας Παπάζογλου, ἀλλὰ δὲν τόλμησα νὰ μιλήσω.
Στὰ διόδια τῶν Ἀφιδνῶν: «Ὄμορφα ἤτανε, πόσα χρόνια τρία, τέσσερα;» ψιθύρισε. Δὲν ἦταν οὔτε δύο χρόνια καλὰ-καλά, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ τὴν διαψεύσω. —Γρανάδα, ave Maria— καὶ τὰ σχετικά. Στὴν ἔξοδο τῆς Κηφισιᾶς θ’ ἀφήναμε τὴν ἐθνική. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μοῦ ‘ρθε νὰ παρατήσω τὸ τιμόνι, νὰ χώσω τὰ δάχτυλά μου στὰ ὑπέροχα μαλλιά της καὶ νὰ τῆς φωνάξω κατάφατσα πὼς δὲν ἀντέχω ποὺ τὴν χάνω. Πλησιάζαμε, πλησιάζαμε ἀφόρητα, ἐγὼ θὰ γύριζα ἀμέσως στὴ Θεσσαλονίκη, ἐκείνη μετακόμιζε ὁριστικά στὴν Ἀθήνα.
—Time to say goodbye!— Βαλτός ἦταν κι αὐτός; Μᾶλλον ἐκείνη τὄβαλε ἐπίτηδες, νὰ μὲ ἀποτρελάνει: «Ὁ Pavarotti», εἶπα βιαστικὰ. Εἴχαμε φτάσει. Βγῆκα νὰ τῆς ἀνοίξω τὴν πόρτα. Μοῦ ‘σφιξε τὸ χέρι γλιστρώντας μου μὲ τρόπο δύο χαρτονομίσματα. Ἔκανα νὰ διαμαρτυρηθῶ. Ὄχι, τουλάχιστον ὄχι αὐτήν τήν τελευταία φορά. Ἐξάλλου δὲν εἶχα πάρει ἄλλους ἐπιβάτες μὲ τὴν ἐλπίδα, τὴν ὕστατη ἐλπίδα νὰ μπορέσω ἐπιτέλους νὰ τῆς ἐκμυστηρευθῶ τὰ αἰσθήματά μου. Ὅμως γι’ αὐτήν δὲν ἤμουνα παρὰ ὁ κουλτουριάρης ταξιτζῆς, ποὺ τὴν πηγαινοέφερνε Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα, τουλάχιστον μία φορά τὴν ἑβδομάδα. Μοῦ ‘σφιξε πάλι τὸ χέρι: «Τὰ ρέστα δικά σου», φώναξε φεύγοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου