Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Θεσσαλονίκη - Αθήνα



ΌΤΑΝ ΔΕΝ ΜΙΛΑΓΕ χα­μο­γε­λοῦσε κι ἦταν πά­λι σὰ νὰ μί­λα­γε, μ’ ἐκεῖνο τὸ τζο­κό­ντειο, αἰνιγ­μα­τικὸ χα­μό­γελό της, μισὸ ὑπε­ρο­ψί­α, μισὸ συ­γκα­τά­βα­ση. Σὰν συ­νο­δεί­α, σὲ χα­μηλὴ ἔντα­ση, ἐναλ­λάσ­σο­νταν ἀδιά­κο­πα οἱ φωνὲς τῶν τριῶν με­γά­λων: Pavarotti, Domingo, Carreras. Πά­σχι­ζε, μὲ φα­να­τι­σμὸ σχε­δόν, νὰ μὲ βο­η­θή­σει νὰ δια­κρί­νω τὶς φω­νές τους, ποὺ διαρ­κῶς μπέρ­δευα καὶ ὕστε­ρα σὲ κά­θε τρα­γού­δι ποὺ ἄλλα­ζε, μὲ τσε­κά­ρι­ζε ρωτώ­ντας με γιὰ τὸν ἑκά­στο­τε ἑρμη­νευ­τή.
Ἐγὼ δὲν μπο­ροῦσα διό­λου νὰ συ­γκεντρωθῶ, δὲν μ’ ἔνοια­ζε ἐξάλ­λου. Πα­ρα­κο­λου­θοῦσα μό­νο μὲ μισὸ μάτι τὶς ἐκφρά­σεις της: τὴν ἀγα­νά­κτη­σή της γιὰ τὴν ἀνε­πάρ­κειά μου, τὴν ἱκα­νο­ποί­η­ση, ὅταν τυ­χαί­ως ἀνα­κά­λυ­πτα τὸν τρα­γου­δι­στή, τὸν φό­βο της, ὅταν πα­τοῦσα πιὸ πολὺ τὸ γκά­ζι στὶς στρο­φές. Ἤξε­ρα τό­τε πὼς οἱ κό­ρες τῶν πα­ρά­ξε­νων μα­τιῶν της δια­στέλ­λο­νταν καὶ πὼς πα­τοῦσε φρέ­νο στὸν ἀέ­ρα μὲ τὸ δε­ξί της πο­δα­ρά­κι.
Θεσ­σα­λο­νί­κη-Ἀθή­να, πλη­σιά­ζα­με κιό­λας στὴν Στυ­λί­δα. Ἤθε­λα νὰ πατή­σω φρέ­νο, νὰ τὴν πά­ρω ἀγκα­λιά, νὰ τὴν φι­λή­σω. Μὰ ἦταν τό­σο ἀπόμα­κρη κι ἂς ἤτα­νε τό­σο κο­ντά μου, μι­σο­ξα­πλω­μέ­νη. «Νὰ πιοῦμε ἕνα κα­φέ, νὰ στυ­λω­θοῦμε», πρό­τει­να καὶ φυ­σικὰ συμ­φώ­νη­σε. Δὲν ἤθελα στ’ ἀλή­θεια κα­φέ, πιὸ πολὺ ἤθε­λα νὰ τὴν δῶ νὰ περ­πα­τά­ει μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνά­λα­φρο, ἐλα­φί­σιο βῆμα, κυ­ρί­ως νὰ κα­θυ­στε­ρή­σω, ὅσο μ’ ἔπαιρ­νε, τὸ τε­λευ­ταῖο ἐκεῖνο τα­ξί­δι μας. «Πά­ει κι αὐτό, τε­λείω­σε, ὅλα ἀλλά­ζουν ἀπὸ δῶ καὶ πέ­ρα», εἶπε πί­νο­ντας τὴν τε­λευταί­α γου­λιά τοῦ ἐσπρέ­σο της. «Πη­γαί­νου­με;» πρό­σθε­σε μετὰ πιὸ ζω­η­ρά.
Ἡ ἀλή­θεια εἶναι πώς, ἐκεί­νη τὴν ἴδια ὥρα, σκε­φτό­μουν πὼς ἡ ἀπο­μό­νω­σή μας στὸ αὐτο­κί­νη­το μὲ ξε­γε­λοῦσε, τὴν ἔνιω­θα πιὸ δι­κή μου, παρὰ σ’ αὐτὸ τὸ κα­φε­νεῖο μὲ τὸν πε­ρί­γυ­ρο αὐτόν, ποὺ γέ­λα­γε, ἔτρω­γε, ἔπι­νε ἀγνο­ώ­ντας τὴν θλί­ψη καὶ τὴν τα­ρα­χή μου.
—Vincero!…— Ἐπέ­με­νε ὁ τε­νό­ρος στὸ με­γά­φω­νο, εἴχα­με φθά­σει κιό­λας στὶς στροφὲς τῆς Ὑλί­κης κι ἄρχι­σα νὰ χα­μη­λώ­νω τα­χύ­τητα. Μὲ κοί­τα­ξε πα­ρά­ξε­να. Συ­νή­θως ἐκεί­νη μὲ πα­ρα­κα­λοῦσε νὰ μὴν τρέ­χω. Αὐτό­μα­τα πά­τη­σα γκά­ζι. Ἔκλει­σε τὰ μά­τια της. Ἤξε­ρα πὼς δὲν κοι­μό­ταν. —Una furtiva lagrima!— τ’ ἀγα­πη­μέ­νο της. Δυ­νά­μω­σε τὴν ἔντα­ση. «Ποιός;» εἶπε πο­νη­ρά. Δὲν ἀπά­ντη­σα. Πο­νοῦσα, σχεδὸν ἀφό­ρη­τα πο­νοῦσα. Ἐκεῖνος, ὁποιοσ­δή­πο­τε κι ἄν ἢταν, συ­νέ­χι­σε νὰ τρα­γουδᾶ. —Nessun dorma!— «Κι οἱ τρεῖς με­γά­λοι μαζὶ τώ­ρα», ξα­να­εῖπε. Ἡ ἀλή­θεια εἶναι πὼς εἶχα μυ­η­θεῖ στὶς μου­σι­κές της προ­τι­μή­σεις καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὴν κουλ­τού­ρα της τ’ ἀτέ­λειω­τα χι­λιό­με­τρα ποὺ εἴχα­με δια­νύ­σει συ­ζη­τώ­ντας κι ἀκού­γο­ντας τὰ δι­κά της πά­ντο­τε CD. Τώ­ρα ὅμως εἶχα πει­σμώ­σει. Μὰ δὲν τὴν ἀπα­σχο­λοῦσε λοιπὸν τί­πο­τε, τί­πο­τε ἄλλο; Οὔτε κὰν ὁ και­ρός, ποὺ συμ­με­ρι­ζό­με­νος τὸν πό­νο μου, βαρὺς καὶ σκυ­θρωπὸς προ­μή­νυε κα­ται­γί­δα. Στὸ με­ταξὺ ἄρχι­σε νὰ ψι­χα­λί­ζει. Ἐκεῖνο τὸ σι­γανὸ ψι­χά­λι­σμα ποὺ σ’ ἐκνευ­ρί­ζει, κυ­ρί­ως ὅταν ὁδη­γεῖς. Τῆς ἔρρι­ξα πά­λι μιὰ φευ­γα­λέ­α μα­τιά. Ἦταν τε­λεί­ως ἀτη­μέ­λη­τη. Ἕνα φου­στά­κι τζήν, ἕνα βαμ­βα­κε­ρό ἄσπρο μπλου­ζά­κι καὶ τὰ μαλ­λιά της ξέ­πλε­κα, λυ­τά. Σὲ ποιὰν ἔκστα­ση ἐπά­νω, σὲ χορὸ μα­γικὸ μπορεῖ ἕνα τέ­τοιο πλά­σμα νὰ γεν­νή­θη­κε;… κι ἐγὼ ὁ τυ­χε­ρός ποὺ τό ‘χει δεῖ. Ἀπὸ μιὰ ἄπο­ψη, δὲν λέ­ω, ἤμουν τυ­χερὸς ποὺ τὴν γνώρι­σα κι ἂς τὴν ἔχα­να τώ­ρα, τὶς ἀνα­μνή­σεις κα­νέ­νας δὲν θὰ μοῦ τίς ἔπαιρ­νε, μὰ γιατὶ τὸ τρα­γού­δι νά ‘ναι λυ­πη­τε­ρό, στ’ αὐτιά μου στρι­φο­γύ­ρι­ζαν οἱ στί­χοι τοῦ δι­κοῦ μας, κα­τα­δι­κοῦ μας Πα­πά­ζο­γλου, ἀλλὰ δὲν τόλ­μη­σα νὰ μι­λή­σω.
Στὰ διό­δια τῶν Ἀφιδνῶν: «Ὄμορ­φα ἤτα­νε, πό­σα χρό­νια τρί­α, τέσ­σε­ρα;» ψι­θύ­ρι­σε. Δὲν ἦταν οὔτε δύ­ο χρό­νια καλὰ-κα­λά, ἀλλὰ δὲν ἤθε­λα νὰ τὴν δια­ψεύ­σω. —Γρα­νά­δα, ave Maria— καὶ τὰ σχε­τι­κά. Στὴν ἔξο­δο τῆς Κη­φι­σιᾶς θ’ ἀφή­να­με τὴν ἐθνι­κή. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ μοῦ ‘ρθε νὰ πα­ρα­τή­σω τὸ τι­μό­νι, νὰ χώ­σω τὰ δά­χτυλά μου στὰ ὑπέ­ρο­χα μαλ­λιά της καὶ νὰ τῆς φω­νά­ξω κα­τά­φα­τσα πὼς δὲν ἀντέ­χω ποὺ τὴν χά­νω. Πλη­σιά­ζα­με, πλη­σιά­ζα­με ἀφό­ρη­τα, ἐγὼ θὰ γύ­ρι­ζα ἀμέ­σως στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἐκεί­νη με­τα­κό­μι­ζε ὁρι­στι­κά στὴν Ἀθή­να.
—Time to say goodbye!— Βαλ­τός ἦταν κι αὐτός; Μᾶλλον ἐκεί­νη τὄβα­λε ἐπί­τη­δες, νὰ μὲ ἀπο­τρε­λά­νει: «Ὁ Pavarotti», εἶπα βια­στικὰ. Εἴχα­με φτά­σει. Βγῆκα νὰ τῆς ἀνοίξω τὴν πόρ­τα. Μοῦ ‘σφι­ξε τὸ χέ­ρι γλι­στρώ­ντας μου μὲ τρό­πο δύ­ο χαρ­το­νομί­σμα­τα. Ἔκα­να νὰ δια­μαρ­τυ­ρηθῶ. Ὄχι, του­λά­χι­στον ὄχι αὐτήν τήν τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Ἐξάλ­λου δὲν εἶχα πά­ρει ἄλλους ἐπι­βά­τες μὲ τὴν ἐλπί­δα, τὴν ὕστα­τη ἐλπί­δα νὰ μπο­ρέ­σω ἐπι­τέ­λους νὰ τῆς ἐκμυ­στη­ρευθῶ τὰ αἰσθή­μα­τά μου. Ὅμως γι’ αὐτήν δὲν ἤμου­να παρὰ ὁ κουλ­του­ριά­ρης τα­ξι­τζῆς, ποὺ τὴν πη­γαι­νο­έ­φερ­νε Θεσ­σα­λο­νί­κη-Ἀ­θήνα, του­λά­χι­στον μί­α φο­ρά τὴν ἑβδο­μά­δα. Μοῦ ‘σφι­ξε πά­λι τὸ χέ­ρι: «Τὰ ρέ­στα δι­κά σου», φώ­να­ξε φεύ­γο­ντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: